- ακεντρότης
- ἀκεντρότης (-ητος), η (Α) [ἄκεντρος]η έλλειψη επικέντρου, κύριου σημείου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άκεντρος — η, ο (Α ἄκεντρος, ον) αυτός που δεν έχει κεντρί «κηφῆνας... ἀκέντρους» (Πλάτ. Πολιτ. 552c), ή κόκορας που δεν έχει πλήκτρο στο πόδι (Αθήν. 655e), ή θάμνος που δεν έχει αγκάθια (Φίλων 2, 91), ή άλογο που δεν αισθάνεται το τρύπημα τού σπιρουνιού… … Dictionary of Greek